- εμπίεσμα
- το (AM ἐμπίεσμα)1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση τού σπασμένου τμήματος προς τα μέσανεοελλ.θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών τού ίππου.
Dictionary of Greek. 2013.